καλαϊτζής

καλαϊτζής
καλαϊτζής, ο και καλαντζής, ο
(λ. τουρκ.), γανωτής: Δώσαμε τα μαχαιροπίρουνα στον καλαντζή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλαϊτζής — Επώνυμο πλούσιας οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Επειδή οι Τούρκοι υποψιάστηκαν τα μέλη της για συνεργασία στο επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη, τα φυλάκισαν αδιακρίτως φύλου και ηλικίας …   Dictionary of Greek

  • Giorgos Kalaitzis — Infobox Euroleague Player name = Giorgos Kalaitzis nickname = position = Point guard height ft = 6 height in = 4.75 weight lbs = 210 league = Greek League ULEB Cup team = Panellinios GS jersey =| number = 9 nationality = GRC birth date = birth… …   Wikipedia

  • Giorgos Kalaitzis — Spielerinformationen Geburtstag 29. Oktober 1976 Geburtsort Volos, Griechenland Größe …   Deutsch Wikipedia

  • Yórgos Kalaïtzís — Fiche d’identité Nationalité …   Wikipédia en Français

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • καλαντζής — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Λιβαδειά. 1. Δημήτριος. Πολέμησε με το σώμα του Αθανασίου Διάκου στη Μενδενίτσα και στην Αλαμάνα και αργότερα στο πλευρό του Γκούρα, οπότε και διακρίθηκε στα Βασιλικά και στον Μαραθώνα. Πολέμησε… …   Dictionary of Greek

  • καλατζής — ο βλ. καλαϊτζής …   Dictionary of Greek

  • καλαϊτζίδικο — και καλαντζίδικο, το [καλαϊτζής] 1. το εργαστήριο τού καλαϊτζή* 2. στον πληθ. τα καλαϊτζίδικα συνοικία στην οποία ήταν συγκεντρωμένα τα εργαστήρια τών καλαϊτζήδων …   Dictionary of Greek

  • κασσιτερωτής — ο ο τεχνίτης που επικαλύπτει μαγειρικά σκεύη ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα με κασσίτερο, γανωτής, γανωματής, γανωντζής, καλαϊτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κόμικς — (comics). Σειρές ασπρόμαυρων ή έγχρωμων σκίτσων, που διηγούνται ιστορίες ποικίλου περιεχομένου και είτε δημοσιεύονται σε εφημερίδες και σε περιοδικά –σε συνέχειες ή ως αυτοτελείς ιστορίες– είτε αποτελούν ανεξάρτητες εκδόσεις. Τα σκίτσα είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”